Ιστορια
Ιστορία
Παρόλο που η πολιτεία της Καρκασόν (Carcassonne) είναι κυρίως γνωστή ως μια οχυρωμένη πόλη της μεσαιωνικής περιόδου, η προέλευσή της είναι πολύ αρχαιότερη : η περιοχή κατοικείται από την Νεολιθική Εποχή. Από την αρχαιότητα, η πόλη έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στην ιστορία του Λανγκεντόκ (Languedoc), αλλά το πεπρωμένο της αλλάζει ριζικά κυρίως με το έπος των «Καθαρών», το οποίο θα της προσδώσει τη διττή ταυτότητά της: της οχυρωμένης «πολιτείας» και της αποκαλούμενης «Κάτω Πόλης» της Καρκασόν.
Προϊστορικοί χρόνοι
Οι πρώτες ενδείξεις ανθρώπινης παρουσίας ανάγονται στον 8 ο αι. π.Χ . Την περίοδο εκείνη, η περιοχή κατοικείται για πρώτη φορά δύο χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της σύγχρονης πόλης. Οι ιστορικοί θα την ονομάσουν «Οπιντούμ ντε Καρσάκ» (oppidum de Carsac). Ο χώρος αυτός, εκτείνεται σε υψίπεδο συνολικής επιφάνειας σχεδόν είκοσι εκταρίων, ο οποίος προστατεύεται από μια τάφρο καθώς και από εισόδους στις οπίες είχαν διαμορφωθεί τεχνητά εμπόδια. Το προϊστορικό αυτό οχυρό ελέγχει την κοιλάδα του ποταμού Όντ (Aude), ο οποίος διασχίζει τις παρυφές του οροπεδίου, και κατά συνέπεια τη φυσική δίοδο που συνδέει την πόλη της Ναρμπόν (Narbonne) με την Τουλούζ (Toulouse). Προς τα τέλη του 8 ου αι., η δημογραφική πίεση υποχρέωσε την επέκταση και την αναδιοργάνωση της περιοχής. Ωστόσο, για άγνωστους μέχρι και σήμερα λόγους, το «Οπιντούμ ντε Καρσάκ» εγκαταλείφτηκε στις αρχές του 6 ου αι. π.Χ. για να μεταφερθεί στον λοφίσκο ο οποίος δεσπόζει στην πεδιάδα του Όντ (περιοχή της σύγχρονης «πολιτείας της Καρκασόν»).
Τα απομεινάρια που περισυλλέχθηκαν κατά τη διάρκεια των αρχαιολογικών ανασκαφών, όπως μικρά τοιχάκια κατασκευασμένα από αργούς λίθους, φούρνοι αγγειοπλαστικής και μπρούτζινα αντικείμενα καθώς επίσης και σιλό αποθήκευσης σιτηρών, μαρτυρούν την εγκατάσταση στην περιοχή από την πρώιμη Εποχή του Σιδήρου μέχρι την περίοδο της ρωμαϊκής κατάκτησης. Η ανακάλυψη άφθονων ειδών οικιακής χρήσης, πιο συγκεκριμένα κεραμικών (αμφορείς, κύπελλα, αγγεία) μαρτυρεί τη δραστηριότητα του οικισμού που είχε αρχίσει εμπορικές συναλλαγές με τις περιοχές που διαπερνά ο ποταμός Όντ και με διάφορους μεσογειακούς πολιτισμούς όπως: ο αρχαίος ελληνικός, ο πολιτισμός των Ετρούσκων (Ιταλία), των Φοινίκων (Λίβανος) και των Ιβήρων (Ισπανία).
Αρχαίοι xρόνοι
Στους αιώνες που ακολούθησαν, αυτή η μικρή πόλη ακμάζει. Προς τα τέλη του 2 ου αι. π.Χ, η πόλη που την εποχή εκείνη φέρει την ονομασία «Καρκασό» (Carcaso) και βρίσκεται υπό τον έλεγχο των Volcae Tectosages, ενσωματώθηκε στην αποικία της πόλης Ναρμπόν, της οποίας η ίδρυση, το 118 π.Χ, αποτελεί θεμέλιο λίθο της ρωμαϊκής κατάκτησης στην περιοχή της δυτικής Γαλατίας. Οι Ρωμαίοι προστατεύουν την «Καρκασό» περιτειχίζοντάς την και την μετατρέπουν σε ένα σημαντικό οικονομικό πόλο, παίρνοντας τη μορφή ενός μικρού διοικητικού και παράλληλα εμπορικού κέντρου στην περιοχή της Οξιτανίας, πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής αποικίας «Colonia Iulia Carcaso» η οποία ασκεί επιρροή στο δυτικό τμήμα του λεκανοπεδίου του Όντ.
Χάρη στις αρχαιολογικές έρευνες που διενεργήθηκαν στην περιοχή, δίχως τις οποίες κανένα οικοδόμημα δεν θα είχε έρθει στο φως, μπορέσαμε να καθορίσουμε τη μορφολογία αυτού του αστικού κέντρου (η οποία στηρίζεται σε ένα ορθογωνικό σχέδιο πόλης σύμφωνα με τη ρωμαϊκή ρυμοτομία). Το 410 με 418μ.Χ. περίπου, οι Βησιγότθοι, ερχόμενοι από την ανατολική Ευρώπη, κατανικούν τους Ρωμαίους, εγκαθίστανται στην περιοχή της νότιας Γαλατίας και κυριεύουν την «Καρκασό», η οποία μετονομάζεται σε «Καρκασόνα» (Carcasona).
Μεσαιωνικοί xρόνοι
Τον 8 ο αι. μ.Χ, οι Άραβες κατατροπώνουν τους Βησιγότθους, και οι Σαρακηνοί [αυτοί οι οποίοι άφησαν στην πόλη το όνομα «Καρκασούνα» (Karkashuna)] θα παραμείνουν στην περιοχή σχεδόν τριάντα χρόνια πριν εκδιωχθούν από τους Φράγκους το 759 μ.Χ. Τότε, η διοίκηση του νέου βασιλείου περνάει στην εξουσία των κομητειών. Στην Κομητεία της Καρκασόν, βλέπουμε ότι η διακυβέρνηση περνάει σταδιακά από την δυναστεία των Ολιμπά (Oliba) (10 ο αι. μ.Χ.), σε αυτή των Κομίνζ-Κουζεράν (Comminges- Couserans) (11 ο αι. μ.Χ.). Τα εδάφη που άνηκαν στην οικογένεια η οποία αναφέρθηκε τελευταία, ξεπέρασαν κατά πολύ τα όρια της περιοχής του Όντ λόγω του γάμου της Ερμενεγκάρντ (Ermengarde), υποκόμισσα
της Καρκασόν, με τον Ραϊμόν Μπερνάρ Τρενκαβέλ (Raymond Bernard Trencavel), υποκόμη του Αλμπί (Albi) και της Νιμ (Nîmes). Ο γιος τους, Μπερνάρ Ατόν (Bernard Aton), διοικεί από το 1074 μέχρι το 1129 ένα μεγάλο πριγκιπάτο το οποίο περιλαμβάνει τις περιοχές Καρκασόν, Μπεζιέ (Béziers), Λιμού (Limoux), Αγκντ (Agde), Αλμπί (Albi) και Νιμ (Nîmes). Η πόλη οφείλει σε εκείνον ένα μέρος της σύγχρονης μορφολογίας της, αφού στην
εποχή του χρονολογείται η ανέγερση του ανακτόρου γνωστού ως «Παλάτιουμ» και του καθεδρικού ναού ο οποίος είναι αφιερωμένος στον Σεν Ναζέρ (saint Nazaire) και στον Σεν Κέλς (saint Celse).
Στις αρχές του 13 ου αι. η αίρεση των «Καθαρών» φθάνει στην Καρκασόν. Καθώς οι «καθαροί» βρισκόταν υπό την προστασία του υποκόμη Ραϊμόν-Ροζέ
Τρενκαβέλ (Raimond-Roger Trencavel), ο Πάπας θεωρούσε ότι η πόλη είχε μετατραπεί σε αιρετικό έδαφος. Μάλιστα, πριν ακόμη συμβεί η δολοφονία του παπικού λεγάτου, Πιέρ ντε Καστελνό (Pierre de Castelnau) , στις 14 Ιανουαρίου του 1208, ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ’ (Innocent III) έχει ήδη κηρύξει σταυροφορία εναντίων των Αλβιγηνών. Η πόλη πολιορκήθηκε από τα στρατεύματα του Σιμόν ντε Μονφόρ (Simon de Montfort), ενός άρχοντα καταγόμενου από τον Βορρά, ο οποίος ήθελε να καταστείλει την αίρεση των «Καθαρών». Ύστερα από 14 ημέρες αντίστασης, η πόλη υποχωρεί και τα εδάφη των Τρενκαβέλ θα περάσουν στην εξουσία του Σιμόν ντε Μονφόρ. Ο γιος του, αργότερα, θα τα παραχωρήσει στον Βασιλιά της Γαλλίας, ο οποίος θα τα ενσωματώσει το 1224 στο Γαλλικό Βασίλειο. Το 1240, ο Ραϊμόν Τρενκαβέλ Β’, ο οποίος έχει απολέσει την πατρική του κληρονομιά, επιχειρεί να επανακτήσει το Κάστρο, αλλά τα στρατεύματα του Λουδοβίκου Θ’ (Louis IX) τον απώθησαν στις οχυρώσεις του και τον ανάγκασαν να παραιτηθεί των δικαιωμάτων του το 1246. Παρά ταύτα, ο Λουδοβίκος Θ’ του επιτρέπει να εγκατασταθεί στην απέναντι όχθη του ποταμού.
Η Καρκασόν μετατρέπεται επομένως σε μία πόλη με διττή υπόσταση, την οχυρωμένη πολιτεία και την αποκαλούμενη «Κάτω Πόλη» (bastide Saint-Louis). Η Κάτω Πόλη ακμάζει. Τον 14 ο αι., η πόλη αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά κέντρα κατασκευής λινών υφασμάτων του Λαγκεντόκ. Τα προϊόντα της εξάγονται στην Κωνσταντινούπολη και την Αλεξάνδρεια. Εξαιτίας του ανταγωνισμού ευνοείται η εγκαθίδρυση επαιτικών ταγμάτων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, Φραγκισκανοί, Δομινικανοί,Καρμηλίτες, και Αυγουστινιανοί εγκαθίστανται έξω από τα τείχη. Ωστόσο το 1348 η επιδημία της πανώλης χτυπά την πόλη. Την ίδια περίοδο, ο λιμός και ο εκατονταετής πόλεμος αποδυνάμωσαν ακόμη περισσότερο την Καρκασόν. Επομένως, ο πρίγκιπας της Ουαλίας, γνωστός και ως μαύρος πρίγκιπας δεν δυσκολεύτηκε να υποτάξει, να κατακάψει και να λεηλατήσει την πόλη το 1355. Η Κάτω
Πόλη ανοικοδομήθηκε κατά το ήμισυ και οχυρώθηκε το 1359.
Από την Αναγέννηση μέχρι την Γαλλική Επανάσταση
Από τον 14 ο έως τον 18 ο αι., η βιομηχανία λινών υφασμάτων εξασφαλίζει μια ακμάζουσα οικονομία στην Κάτω Πόλη. Η οχυρωμένη πολιτεία χάνει τον στρατιωτικό της ρόλο (εξαιτίας της συνθήκης των Πυρηναίων το 1659) και σιγά-σιγά οι άρχοντες καθώς επίσης και οι πολιτικές, δικαστικές και θρησκευτικές αρχές επιλέγουν την εγκατάσταση στην Κάτω Πόλη. Το 1531 ο προτεσταντισμός κάνει την εμφάνισή του, ωστόσο οι καλβινιστές εκδιώκονται από την Κάτω Πόλη η οποία οχυρώνεται περαιτέρω. Αποτελεί τη βάση των Καθολικών οι οποίοι έχουν ξεκινήσει πόλεμο εναντίων των προτεσταντικών χωριών της περιοχής όπως το Λιμού, το Μπράμ και άλλων. Ο πλούτος της Κάτω Πόλης είναι πλέον εμφανής. Κατασκευάζονται πολυτελείς κατοικίες, το νερό έχει φτάσει πλέον μέχρι την πόλη, η λιθόστρωση και ο φωτισμός των δρόμων της την έκαναν πιο μοντέρνα. Τον 18 ο αι. τα παλιά τείχη και οι πύλες της Κάτω Πόλης κατεδαφίζονται, ενώ την ίδια περίοδο κατασκευάστηκε η Πύλη των Ιακωβίνων (portail des Jacobins). Έπρεπε να ξεκινήσει η Γαλλική Επανάσταση για να ενωθεί η Κάτω Πόλη με την οχυρωμένη πολιτεία.
Από την Γαλλική Επανάσταση μέχρι τον 21 ο αιώνα
Κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης η Καρκασόν αποτελεί στρατιωτικό φρούριο. Η βιομηχανία κατασκευής λινών υφασμάτων αντιμετωπίζει μεγάλο ανταγωνισμό από τους Άγγλους. Η δραστηριότητα έχει πλέον μηχανοποιηθεί και οι μισθοί είναι πλέον εξαιρετικά χαμηλοί. Επομένως, η περιοχή στρέφεται σε μία άλλη δραστηριότητα, την αμπελουργία. Στις 29 Ιανουαρίου του 1790 δημιουργήθηκε η διοικητική περιφέρεια του Όντ με πρωτεύουσα
την Καρκασόν. Το 1801, η επισκοπική έδρα μεταφέρεται στην εκκλησία του Σεν Μισέλ (église Saint-Michel) της Κάτω Πόλης, εγκαταλείποντας τον αρχαίο καθεδρικό ναό του Σεν Ναζέρ και Σεν Κέλς (la cathédrale Saint-Nazaire-et-Saint-Celse). Η οχυρωμένη πολιτεία έχει πλέον εγκαταλειφθεί. Παρ’ όλα αυτά, η διαδικασία της εγκατάλειψης μεταβλήθηκε κατά τη διάρκεια της Ιουλιανής Μοναρχίας, όταν λόγιοι της περιοχής, επηρεασμένοι από την νεοϊδρυθείσα υπηρεσία Ιστορικών Μνημείων του Γαλλικού Κράτους, παρενέβησαν στην εξέλιξη της παλιάς πόλης.
Μόλις το 1844, υπό την διεύθυνση του αρχιτέκτονα Εζέν Βιολλέ λε Ντυκ (Eugène Viollet-le-Duc), ξεκίνησε μια από τις πιο σημαντικές εργασίες συντήρησης του 19 ου αι. Η οχυρωμένη πολιτεία θα λάβει τη βοήθεια λόγιων της περιοχής, όπως του Ζαν Πιέρ Κρος-Μερεβιέιγ (Jean-Pierre Cros-Mayrevieille) τον οποίο μάλιστα υποστήριξε και ο Προσπέρ Μεριμέ (Prosper Mérimée) κι έτσι θα ξεκινήσουν οι πρώτες εργασίες συντήρησης. Ο καθεδρικός ναός του Σεν Ναζέρ και Σεν Κέλς θα αποτελέσει το πρώτο οικοδόμημα που θα επωφεληθεί από αυτή την «έκρηξη» εργασιών. Σχεδόν μισός αιώνας εργασιών θα χρειαστεί για να αποκατασταθεί το μεγαλείο του 13 ου αι. και να μετατραπεί στο μεγαλύτερο δείγμα μεσαιωνικών οχυρώσεων της Οξιτανίας. Ακριβώς εκατό χρόνια μετά την έναρξη αυτών των υποδειγματικών εργασιών συντήρησης, η οχυρωμένη πολιτεία θα καταληφθεί από τα γερμανικά στρατεύματα, τα οποία θα χρησιμοποιήσουν το κάστρο σαν χώρο αποθήκευσης πολεμοφοδίων και εκρηκτικών…
Σήμερα
Το 1997 θα αποτελέσει σημαντική χρονιά για την Καρκασόν, καθώς τότε θα χαρακτηριστεί ως Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτισμικής Κληρονομιάς από την UNESCO. Σήμερα, οι οχυρώσεις της, το κάστρο και η βασιλική της εκκλησία προστατεύονται και έχει αναδειχθεί η αξία τους. Η Κάτω Πόλη, γνωστή στην αρχαιότητα με την ονομασία Μπαστίντ Σεν Λουί (bastide Saint-Louis), προστατεύεται επίσης. Ο τουρισμός που αναπτύχθηκε κατά το δεύτερο μέρος του 20 ου αι. συνέβαλε με τη σειρά του στην ανάδειξη της περιοχής και στον εξωραϊσμό των μνημείων του παρελθόντος.